ευεργετώ

ευεργετώ
ευεργετώ, ευεργέτησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευεργετώ — έω (ΑΜ εὐεργετῶ) [ευεργέτης] 1. κάνω κάποια καλή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον («εὐεργετῶν γὰρ καὐτὸς αὔτ ἐκτησάμην», Σοφ.) 2. προσφέρω με έργα υπηρεσία σε ομάδα ανθρώπων («ευεργέτησε την πατρίδα») νεοελλ. παρέχω χρηματική βοήθεια μσν. χαρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • ευεργετώ — ευεργέτησα, ευεργετήθηκα, ευεργετημένος, κάνω κάτι ωφέλιμο, δίνω χρηματική βοήθεια σε κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐεργετῶ — εὐεργετέω to be a benefactor pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐεργετέω to be a benefactor pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσευεργετώ — έω, Α [εὐεργετῶ] ευεργετώ κάποιον επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • συνευεργετώ — έω, ΜΑ [εὐεργετῶ] ευεργετώ κάποιον σε συνεργασία με άλλον …   Dictionary of Greek

  • αγαθοεργώ — ἀγαθοεργῶ και ουργῶ ( έω) (Α) [ἀγαθοεργός] κάνω καλές πράξεις, ασκώ τη φιλανθρωπία χωρίς να ελπίζω σε αντάλλαγμα ή ανταπόδοση από αυτόν που βοηθώ, είμαι φιλάνθρωπος, ευεργετώ …   Dictionary of Greek

  • αγαθοποιώ — ἀγαθοποιῶ ( έω) (Α) [ἀγαθοποιός] 1. κάνω καλό σε κάποιον, ευεργετώ 2. καθιστώ κάτι καλό 3. ασκώ ευεργετική επίδραση …   Dictionary of Greek

  • αγαθύνω — ἀγαθύνω (ΑΜ) [ἀγαθός] μσν. καταπραΰνω, κατευνάζω, καθησυχάζω αρχ. 1. τιμώ, μεγαλύνω, δοξάζω 2. κοσμώ, στολίζω, καλλωπίζω 3. είμαι, φαίνομαι ή γίνομαι αγαθός, ευεργετικός σε κάποιον 4. γίνομαι καλός 5. καθιστώ, κάνω κάτι καλό 6. κάνω το καλό,… …   Dictionary of Greek

  • αγαθώ — ἀγαθῶ ( όω) (Α) [ἀγαθός] ευεργετώ …   Dictionary of Greek

  • αλληλευεργετούμαι — ( έομαι) και αλληλο ευεργετούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν ευεργετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + ευεργετούμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”